δεντρουλάκι

δεντρουλάκι
το
1. μικρό δενδράκι
2. παροιμ. «απ' αυτό το δενδρουλάκι είν' αυτό το κλωναράκι» — τα παιδιά κληρονομούν ιδιότητες τών γονιών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τής λ. δεντρούλι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”